σήψη

σήψη
η / σῆψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι]
αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα
νεοελλ.
1. (βοτ.-ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται από την αποσύνθεση τών ιστών τών φυτών, τού ξύλου, τών ξύλινων κατασκευών, τών ριζών και τών σπερμάτων, ως αποτέλεσμα τής ενζυμικής δραστηριότητας τών βακτηρίων και μυκήτων, καθώς και τής επίδρασης τών δυσμενών συνθηκών τού περιβάλλοντος
2. μτφ. έκλυση ηθών, διαφθορά
3. φρ. α) «σήψη τού γόνου»
ζωοτ. μεταδοτική νόσος που προσβάλλει τις νύμφες και προκαλεί τον θάνατο όλων τών μελών τής κυψέλης, κν. πανούκλα τών μελισσών
β) «σήψη τών σταφυλιών»
βοτ. νόσος που προσβάλλει τις ρώγες τών σταφυλιών και προκαλεί την διάρρηξη τού φλοιού τους
γ) «καστανή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) η σήψη τού ξύλου τών δένδρων που έχουν προσβληθεί από μύκητες οι οποίοι καταστρέφουν την κυτταρίνη και αφήνουν ως κατάλοιπο την καστανόχρωμη λιγνίνη
δ) «λευκή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) η σήψη τού ξύλου τών δένδρων τα οποία έχουν προσβληθεί από μύκητες που καταστρέφουν την λιγνίνη και αφήνουν ως κατάλοιπο την λευκή κυτταρίνη
ε) «μαλακή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) φυτονόσος κατά την οποία οι ιστοί τών προσβεβλημένων τμημάτων γίνονται μαλακοί λόγω τού ότι τα ένζυμα τού παθογόνου μικροοργανισμού αποικοδομούν τα κυτταρικά τοιχώματα
στ) «ξηρή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη φυτικών τμημάτων κατά την οποία τα προσβεβλημένα κύτταρα θρυμματίζονται και μεταβάλλονται σε κονιώδη μάζα
ζ) «πικρή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη τών καρπών κατά την οποία η σάρκα τους αποκτά πικρή γεύση
η) «υγρή σκήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη η οποία προκαλεί ταχεία και πλήρη αποδιοργάνωση τών ιστών με ταυτόχρονη απελευθέρωση νερού από τα κατεστραμμένα κύτταρα
αρχ.
η λειτουργία τού πεπτικού συστήματος με την οποία αποβάλλονται τα μη θρεπτικά συστατικά τής τροφής («ἡ δὲ σῆψις καὶ τὸ σηπτόν, περίττωμα τοῡ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σήψη — η 1. αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών οργανικών ουσιών, σάπισμα: Το πτώμα βρέθηκε σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. 2. ηθική διαφθορά: Τα σημάδια της κοινωνικής σήψης σ αυτήν τη χώρα είναι έκδηλα. 3. «σήψη του γόνου», αρρώστια που προσβάλλει τις νύμφες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σήψῃ — σήπω make rotten fut ind mid 2nd sg σήψηι , σῆψις fermentation fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

  • προδιασήπω — Α προκαλώ σήψη προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασήπω «επιφέρω σήψη, σαπίζω, φθείρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πυθεδών — ῶνος, ὁ, Α σήψη, σάπισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα (ε)δών, κατά το σηπ εδών*] …   Dictionary of Greek

  • σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σηποποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπη «σήψη, σαπίλα» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • συνδιασήπω — Α προκαλώ τη σήψη μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασήπω «επιφέρω σήψη»] …   Dictionary of Greek

  • ψώα — ἡ, Α 1. σήψη 2. δυσωδία που οφείλεται σε σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με φωνηεντισμό ω από το επιφώνημα ψό*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”